- συνυπάρξει
- συνύπαρξιςcoexistencefem nom/voc/acc dual (attic epic)συνυπάρξεϊ , συνύπαρξιςcoexistencefem dat sg (epic)συνύπαρξιςcoexistencefem dat sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασύμβατος — Αυτός που δεν μπορεί να συμβιβαστεί, να συνυπάρξει με κάποιον άλλον. α. φάρμακα. Δύο ή περισσότερα φάρμακα που δεν μπορούν να δοθούν μαζί γιατί οι ιδιότητες και η δράση τους δεν συμβιβάζονται ή ανταγωνίζονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα η… … Dictionary of Greek
ασυνύπαρκτος — ἀσυνύπαρκτος, ον (Α) αυτός που δεν μπορεί να συνυπάρξει με κάποιον άλλον … Dictionary of Greek